- υπεραποκρίνομαι
- Ααποκρίνομαι υποστηρίζοντας κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀποκρίνομαι «απαντώ, υπερασπίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεραποκρίνῃ — ὑπεραποκρί̱νῃ , ὑπεραποκρίνομαι answer for aor subj mid 2nd sg ὑπεραποκρί̱νῃ , ὑπεραποκρίνομαι answer for aor subj act 3rd sg ὑπεραποκρί̱νῃ , ὑπεραποκρίνομαι answer for pres subj mp 2nd sg ὑπεραποκρί̱νῃ , ὑπεραποκρίνομαι answer for pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραποκρίνεσθαι — ὑπεραποκρί̱νεσθαι , ὑπεραποκρίνομαι answer for pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)